- масло
- το έλαι/ο, το λάδιварить - βράζω το -вводить загуститель в - τοποθετώ πύκτη στο -антраценовое - (хим.тех.) το ανθρακενιέλαιοавиационное - αεροπορικό -вазелиновое - το βαζελινέ-λαιοвысыхающее - ξηραντικό -вязкое - ιξώδες -гвоздичное - το γαρυφαλλέλαιοгидравлическое - υδραυλικό -густое - πυκνό - , παχύ -дизельное - το ντίζελ/die-selдистиллятное - της απόσταξηςживотные - а ζωικά - αиндустриальное - βιομηχανικό -камфорное - το καμφορέλαιοкасторовое - το ρετσινόλαδο, το ρετσινέλαιοкокосовое - της καρύδας- του κοκοφοίνικαкомпрессорное - του (αερο)συμπιεστή- του κομπρεσέρкоровье - το (αγελαδινό) βούτυροкукурузное - το καλαμποκέλαιο, το λάδι αραβόσιτουкупоросное - το πυκνό θειικό οξύкунжутное - см. сезамовое -льняное - του λινόσπορου, το λινέλαιοмашинное - της μηχανής, το μηχανέλαιοминеральное - ορυκτό - , το ορυκτέλαιοморозостойкое - αντιψυκτικό -оливковое - το ελαιόλαδοосветительное - φωτιστικό -отборное - εκλεκτό -очищенное - καθαρό -пальмовое - το φοινικέλαιοпарафиновое - παραφίνηςпищевое - μαγειρικήςподсолнечное - το σπορέλαιο, το ηλιέλαιοпрогорклое - ταγγό -рабочее - λειτουργίαςрапсовое - το κραμβέλαιοрастворимое - διαλυτό -растительное - φυτικό -резиновое - ρητίνης, το ρητινέλαιοτο ρετσινόλαδοрозовое - το ροδέλαιοсезамовое (кунжутное) - το σησαμέλαιοсиликоновые - а - α σιλικόνηςсинтетическое - συνθετικό -сливочное - το βούτυροсмазочные - а τα λιπαντέλαιαсмешанное - ανάμ(ε)ικτο -соевое - σόγιας, το σογιέλαιοсоляровое - см. соляртерпентинное - см. скипидартехнологическое - τεχνολογικό -топлёное - το λειωμένο βούτυρο, το βούτυρο μαγειρικήςтрансформаторное - μετασχηματιστών (πλ.)турбинное - (αεροστροβίλου/τουρμπίναςхлопковое - το βαμβακέ-λαιοцилиндровое - το κυλινδρέλαιοэлектроизоляционное - (ηλεκτρο)μονωτικό -эфирные - а αιθέρια - α
Русско-греческий словарь научных и технических терминов. Кефалиду-Павли Мария. 2009.